αμυλώνω

αμυλώνω
-ωσα, πουδραρίζω, κολλαρίζω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμυλώνω — [άμυλο] 1. πασπαλίζω κάτι με άμυλο, πουδραρίζω 2. βυθίζω κάτι μέσα σε διάλυμα αμύλου, κολλαρίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”